Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

Τα πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ

Κείμενο της Ρένας Σαμαρά - Μάινα συντονίστριας στη Λέσχη Φιλαναγνωσίας Κομοτηνής, για το βιβλίο Τα πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ.

Τον Σπύρο τον έχω στην καρδιά μου από τη μέρα που τον πρωτογνώρισα. Την ακαδημαϊκή του αξία και τη συνεισφορά στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης δε χρειάζεται να την τονίσω, είναι αυταπόδεικτη. Τη γλυκύτητα, την πραότητα αλλά και τη μεστότητα του λόγου του την απολαμβάνω είτε στις δημόσιες τοποθετήσεις του ή στις κατ' ίδίαν συζητήσεις μας.

Χθες όμως μέσα σε τρεις ώρες (τόσο χρειάστηκε για τελειώσω το βιβλίο του) μίλησε μέσα στην καρδιά μου και μου απέδειξε όχι ότι γράφει καλά (πώς θα μπορούσε να μην το κάνει άλλωστε ο καθ' ύλη αρμόδιος), αλλά το σπουδαιότερο. Πως σαν θες να μιλήσεις για τα σημαντικά μπορείς να το κάνεις, όπως όταν ήσουν παιδί, με απλά και σταράτα λόγια, με λόγια καρδιάς που ποτέ δεν ψεύδονται, ακόμα κι αν καμιά φορά πονάνε...
σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!!!
και σας καταθέτω τη δική μου ματιά για όσα διάβασα!!!

Τα πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ
Ο Σπύρος Κιοσσές στην πρώτη του συγγραφική προσπάθεια στη μεγάλη φόρμα (νουβέλα), μετά την έκδοση μιας ποιητικής συλλογής και πολλών επιστημονικών συγγραμμάτων, μας χαρίζει τα ‘Πρωτοβρόχια’ του λίγο πριν τους καλοκαιρινούς καύσωνες. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, άπαξ και το πιάσεις στα χέρια σου δύσκολα το αφήνεις πριν ακούσεις και την τελευταία έκθεση που παραδίδει ο μικρός Τάσος στη δασκάλα του με θέμα «πώς πέρασα το καλοκαίρι» ή τα «πρωτοβρόχια». Η επιλογή του θέματος (αλλά και του τίτλου του βιβλίου;) προαιρετική.
Ο Τάσος, ο μικρός ήρωας, με μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που ειδολογικά κατατάσσεται σ’ αυτό που ονομάζουμε μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ή ακόμα σωστότερα (ίσως) στην υποκατηγορία του, το μυθιστόρημα μαθητείας (γερμανικά: Bildungsroman), μας περιγράφει τη μετάβαση του αφηγητή- πρωταγωνιστή από την εφηβική στην ενήλικη ζωή, από την ανεμελιά στην ωριμότητα.
Είναι ένα παιδί στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού (μάλλον επομένως στη προεφηβεία) που μεγαλώνει σε μια επαρχιακή πόλη της Θράκης στις αρχές του ’80 και βιώνει όσα ένα παιδί της ελληνικής επαρχίας του τότε. Όσα βιώσαμε λίγο πολύ όσοι είμαστε σήμερα λίγο πάνω ή κάτω από τα πενήντα. Με μια αφοπλιστική αφέλεια, αλλά σίγουρα με την ειλικρίνεια και την αληθοφάνεια της παιδικής του ματιάς, ο μικρός Τάσος μιλάει για όλους και για όλα και χωρίς να το συνειδητοποιεί χώνει το μαχαίρι στο κόκαλο.
Οι μικρές ιστορίες του Σπύρου Κιοσσέ, που ενώ καταγράφονται ως μεμονωμένα περιστατικά από τη ζωή του μικρού πρωταγωνιστή, στην πραγματικότητα είναι τα κομμάτια της πορείας του προς την ενηλικίωση. Η αφηγηματική φωνή μας μιλά για όλα εκείνα τα ανέμελα και γλυκά που θυμόμαστε σε μια αναδρομή στη χαμένη μας παιδικότητα. Τότε που οι ‘κανόνες’ ήταν πιο χαλαροί, τα παιχνίδια στη γειτονιά φασιαρόζικα και διασκεδαστικά, τα κορίτσια μισούσαν κατά βάση τα αγόρια, αλλά στην ανάγκη έπαιζαν μαζί τους. Τότε που δεν είχαμε πόρτες και παράθυρα σφραγισμένα, που στη γειτονιά όλοι ήταν θείες και θείοι και που τριγυρίζαμε μέχρι να ανάψουν τα φώτα στους δρόμους για να επιστρέψουμε σπίτια μας. Τότε που έπρεπε να περιμένουμε το Σάββατο για να μπανιαριστούμε, που μέναμε νηστικοί την Κυριακή το πρωί για να κοινωνήσουμε στην εκκλησία, που παίζαμε με πέτρες και ξύλα κι όλα τα τραύματα περνούσαν με ιώδιο, άντε και πέντε ράμματα. Που τρώγαμε γαριδάκια και Φοφίκο, που βλέπαμε την Πέμπτη ‘Λούνα Πάρκ’, και περιμέναμε τα κάλαντα για να μαζέψουμε λεφτά για δώρα. Τότε που φορούσαμε τα ρούχα κάποιου μεγαλύτερου μας μέχρι να λιώσουν ή να μας μικρύνουν. Τότε που όλα ήταν πασπαλισμένα με τη χρυσόσκονη της αθωότητας.
Ήταν όμως στην πραγματικότητα τόσο αθώα; Η φωνή του Τάσου, όταν μπερδεύεται μαζί με τις άλλες φωνές του βιβλίου, χάνει κάτι από την ανεμελιά της ηλικίας του. Προβληματίζεται, απορεί, αναρωτιέται. Ψάχνει για την αλήθεια, που νιώθει ότι δεν του τη λένε, εκείνος όμως ξέρει ότι είναι κρυμμένη σε παλιά γράμματα και φωτογραφίες κιτρινισμένες, καταχωνιασμένα σε ένα κουτί στο πάνω ράφι της ντουλάπας. Σημαντικό (ίσως και ίσης αξίας ρόλο με τον πρωτεύοντα) έχει κι η δεύτερη αφηγηματική φωνή, αυτή της γιαγιάς του. Οι δυο τους συζητούν και συνδιαλέγονται με το χθες και το σήμερα. Ο δε λόγος της γιαγιάς που αρθρώνεται στη διάλεκτο της γενέθλιας γης είναι μια ευθεία ματιά στο παρελθόν, στην ιστορία της οικογένειας της που κουβαλά κομμάτια της ιστορίας του έθνους, στο προσωπικό βίωμα που απηχεί το καθολικό, των χιλιάδων καταπιεσμένων και κακοποιημένων γυναικών από τα χρόνια της μέχρι και σήμερα. Οι άλλες φωνές, του πατέρα, της μητέρας, των γειτόνων, των δασκάλων ακούγονται έμμεσα μέσα από τις προσλαμβάνουσες του μικρού Τάσου. Κι έτσι πρέπει να γίνει για να επέλθει η ωρίμανση και εν τέλει η ενηλικίωση του. Έτσι δια της τεθλασμένης πληροφορούμαστε για την κρίση της οικογένειας, για τον μικροαστικό ψευτοσυντηρητισμό, για τις οικονομικές συνθήκες (όχι και τόσο μακρινών μας εποχών), για τις αλλαγές της δεκαετίας του ‘80 που άνοιξαν το δρόμο στον υλικό ευδαιμονισμό της εποχής μας. Κι ο μικρός Τάσος τα αφουγκράζεται όλα και προσπαθεί να προσαρμοστεί στους νεωτερισμούς, στο ξύπνημα της σεξουαλικότητάς του, στο διαζύγιο των γονιών του, στην απομάκρυνση αγαπημένων του φίλων, στο θάνατο της πολυαγαπημένης του γιαγιάς. Καμιά φορά ο δρόμος προς την ενηλικίωση είναι επώδυνος. Κι ο Τάσος βαθιά μέσα του το ξέρει, το ξέρει κι ο Σπύρος Κιοσσές πως δε μπορείς να μείνεις για πάντα σε μια ηλικία, όσο όμορφη κι αν είναι αυτή. Γιατί θα είσαι σαν φυλακισμένος. Ή σα να πεθαίνεις. Κι ούτε έχει νόημα να ελπίζεις ότι οι όμορφες στιγμές δε θα τελειώσουν ποτέ.[…] Γι’ αυτό λέγονται στιγμές, τελείες δηλαδή. Γιατί είναι μικρές, όπως οι τελείες, και τελειώνουν χωρίς καν να το καταλαβαίνεις[…] στο τέλος της ζωής σου είναι σα να παίρνεις ένα μολύβι και να ενώνεις τις στιγμές που έζησες. Και τότε μόνο όλα βγάζουν νόημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ